- ἡδομένως
- ἡδομένως, Adv. of foreg.,A with joy, gladly,
πράττειν τι X.Cyr.8.4.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πράττειν τι X.Cyr.8.4.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηδομένως — ἡδομένως (Α) επίρρ. ευχαρίστως, με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. ηδόμενος τού ρ. ήδομαι «χαίρομαι, ευφραίνομαι»] … Dictionary of Greek
ἡδομένως — ἥδομαι swad pres part mp masc acc pl (doric) ἡδομένως with joy indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)